- σακνός
- σακνός, ή, όν,A broken, leaky,
πίθοι IG12(5).572.16
(Ceos, iii B.C.), cf. 11(2).154B23, 161 C17 (Delos, iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πίθοι IG12(5).572.16
(Ceos, iii B.C.), cf. 11(2).154B23, 161 C17 (Delos, iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σακνός — ή, όν, Α βλ. σαχνός … Dictionary of Greek
σαχνός — και σακνός, ή, όν, ΜΑ 1. τρυφερός («σαχνὰ κρέα», Γαλ.) 2. ασθενής, αδύνατος, ισχνός («καὶ παλαμύδες ποταπές, σαχνὲς καὶ βρωμισμένες», Πρόδρ). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σαχνός και σακνός (πρβλ. σαυκρόν: σαυχμόν) έχουν συνδεθεί με τον ενεστ. σώχω, ιων. τ. τού … Dictionary of Greek